- φιλησιστέφανος
- φῐλ-ησιστέφᾰνος, ον,A = φιλοστέφανος, δαίς Pi.Pae.1.8, cf. Aristid. Or.49(25).31.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιλησιστέφανος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλησιστέφανος — ον, Α αυτός στον οποίο αρέσουν τα στεφάνια, φιλοστέφανος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. φιλησι τού φιλῶ (πρβλ. φίλησις) + στέφανος (πρβλ. καλλι στέφανος)] … Dictionary of Greek
φιλησιστέφανον — φιλησιστέφανος masc/fem acc sg φιλησιστέφανος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)